Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

ΖΩΝΗ ΕΠΙΚΕΙΜΕΝΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ

Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης

   Σύμφωνα με τον Vygotsky το επίπεδο ανάπτυξης του ανθρώπου σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής του είναι συνάρτηση: α. του επιπέδου των κατακτημένων από των ίδιο πραγμάτων δίχως εξωτερική βοήθεια και β. του επιπέδου της δυνατής ανάπτυξης του υπό καθοδήγηση ή/και συνεργασία. Το μεταξύ των δυο επιπέδων διάνυσμα αποτελεί τη Ζώνη Επικείμενης Ανάπτυξης η οποία σύμφωνα με τα γραπτά του ίδιου του Vygotsky είναι «η απόσταση ανάμεσα στο πραγματικό αναπτυξιακό επίπεδο, που καθορίζεται από την ικανότητα για αυτοδύναμη επίλυση προβλήματος, και στο δυνητικό αναπτυξιακό επίπεδο, που καθορίζεται από την ικανότητα για επίλυση προβλήματος με την καθοδήγηση ενήλικα ή πιο ικανών συνομιλήκων.» Ή, όπως την όρισε ο Raymond: «η απόσταση ανάμεσα σε αυτό που ο μαθητής μπορεί να κάνει μόνος του και στο επόμενο στάδιο μάθησης, στο ανταπεξέρχεται με κάποιον ικανό βοηθό.» Και παρόλο που η ικανότητα μάθησης είναι ενδογενής στον άνθρωπο, εντούτοις ενεργοποιείται με την εμπλοκή των άλλων, δηλαδή προϋποθέτει την κοινωνική αλληλεπίδραση. Επιπλέον, η ανάπτυξη έπεται της μάθησης, καθώς η καλή μάθηση αποτελεί προαπαιτούμενό της. Πώς παρεμβαίνει ο/η εκπαιδευτικός αξιοποιώντας τη ΖΕΑ; Εισάγει δυσκολία, παρέχει εναλλακτικές λύσεις συχνά και με διαφοροποίηση του διδακτικού υλικού, εμπλέκει τους μαθητές και τις μαθήτριες σε διαδικασίες που τους/τις υπερβαίνουν σχετικά, αλλά μπορούν, καταρχάς, να τις προσεγγίσουν και τελικά να τις κατακτήσουν με την κατάλληλη υποστήριξη (Φρυδάκη, 2009).
   Μια τέτοιου είδους διδασκαλία ξεκινά και βασίζεται στο ποιος/ποια πραγματικά είναι ο μαθητής και η μαθήτρια και όχι ποιος ή ποια θα μπορούσε, θα έπρεπε, θα συνέφερε να είναι. «Κάθε μέλος της ομάδας είναι ένα ξεχωριστό άτομο αναφορικά με τη μαθησιακή του βιογραφία και τη σταδιοδρομία, τα κίνητρα μάθησης και τις καταβολές του.» (Κοσσυβάκη, 1998).    
   Η ΖΕΑ, επίσης, συνδυάζει στη διαλεκτική τους την εξατομίκευση και την κοινότητα ικανοτήτων στο πλαίσιο της καθημερινής αλληλεπίδρασης ανάμεσα στον/στην εκπαιδευτικο και τους μαθητές/τις μαθήτριες, και μεταξύ των δεύτερων. Η προαναφερθείσα «καλή μάθηση», όπως την προσδιόρισε ο Vygotsky στο πλαίσιο του εποικοδομισμού είναι εκείνη η μάθηση που αξιοποιεί στη ΖΕΑ, έτσι ώστε να καταστεί εφικτή η μετάβαση του μαθητή/της μαθήτριας από τη μάθηση με υποστήριξη στη μαθησιακή αυτονομία. Η ΖΕΑ δείχνει όχι μόνο τι ξέρει το παιδί, αλλά και τι μπορεί και πώς να το μάθει. Πρόκειται δηλαδή για τη μαθησιακή του ετοιμότητα, η οποία διαφοροποιείται από παιδί σε παιδί της ίδιας ηλικίας. Ξεκινά από την κατάλληλη υποστήριξη – ούτε υποταγμένη σε ό, τι ακριβώς, ούτε σε ότι δεν μπορεί το παιδί να διαχειριστεί, αλλά στο ενδιάμεσό τους.
   Για παράδειγμα: Σε ένα τμήμα Α΄ Γυμνασίου οι μαθητές και οι μαθήτριες καλούνται να παραγάγουν γραπτό λόγο σε συγκεκριμένο θέμα σε δοσμένο επικοινωνιακό πλαίσιο. Το βοηθητικό υλικό περιλαμβάνει σχετικό σύντομο κείμενο για όλους και όλες, διάγραμμα με λέξεις και φράσεις κλειδιά γραμμένο με μεγαλύτερη γραμματοσειρά σε κάθετη γραφή για τα δυσλεξικά παιδιά, διάγραμμα δομής γραμμένο με «άνετο» τρόπο για τα παιδιά με ΔΕΠ, απλές βοηθητικές ερωτήσεις για τα παιδιά με νοητικές δυσκολίες, λεξιλογική εξομάλυνση, λέξεις και φράσεις κλειδιά για τα αλλοδαπά παιδιά και σύμφωνα με το βαθμό γλωσσομάθειάς τους και μια επιπλέον σύντομη αλλά απαιτητική δραστηριότητα για τα ταλαντούχα και χαρισματικά παιδιά σε διασύνδεση με το θέμα. Ο/η εκπαιδευτικός κατά τη διάρκεια της συγγραφής παρέχει φθίνουσα υποστήριξη.
   Η παραπάνω δραστηριότητα αξιοποιεί τη ΖΕΠ, καθώς δεν εισάγει την απόλυτη εξατομίκευση που, τελικά, περιθωριοποιεί, αλλά αξιοποιεί, διαφοροποιώντας, τα κοινά στοιχεία που μοιράζονται οι μαθητές και οι μαθήτριες με σεβασμό, παράλληλα, στον ιδιαίτερο μαθησιακό τους ρυθμό και τρόπο (Βαλιαντή, 2013, Δημητροπούλου, 2013, Παντελιάδου, 2000· Φρυδάκη, ο. π.).